Ιστορίες ακραίας εξαθλίωσης από το κέντρο της πόλης
Πολλά ακούγονται για την οικονομική κρίση, την πολιτική κρίση, την κρίση αξιών, όμως ίσως η πιο σοβαρή έκφανση της κατάστασης που αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα είναι η ανθρωπιστική κρίση, η οποία λαμβάνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, οδηγώντας όλο και περισσότερους Έλληνες στην ακραία εξαθλίωση, στην αναζήτηση τροφής στα σκουπίδια, στον εφιάλτη της ανέχειας.
Σε ένα οδοιπορικό στους δρόμους της εξαθλίωσης, το Έθνος της Κυριακής καταγράφει κάποιες από τις πιο σκοτεινές και συγκλονιστικές στιγμές της ανθρωπιστικής κρίσης που πλήττει τη χώρα μας. Το οδοιπορικό της εφημερίδας περιστρέφεται γύρω από το δύσοσμο περιβάλλον των καταναλωτικών υπολειμμάτων που συνωστίζονται στους μεταλλικούς κάδους των σκουπιδιών, αλλά και τις λαϊκές αγορές την ώρα που “κατεβάζουν ρολά” και οι “άθλιοι” της Αθήνας σπεύδουν να συγκεντρώσουν τα “ρετάλια” που πέφτουν από τους πάγκους.
Όπως μάλιστα αναφέρει μία μητέρα με δύο άνεργες κόρες, η οποία γεμίζει τη σακούλα της με τα απομεινάρια της λαϊκής, δεν πρόκειται για μία κατάσταση που αφορά λίγους. “Οι πεινασμένοι είμαστε πια παντού. Όσο νωρίτερα το καταλάβουμε, τόσο το καλύτερο”, δηλώνει, και θυμάται μία παροιμία την οποία της έλεγε η μητέρα της και ταιριάζει όσο ποτέ στις μέρες μας: “Ο χορτάτος τον πεινασμένο δεν τον πιστεύει”.
“Μέχρι το 2006 δούλευα σταθερά στις οικοδομές. Τόσα χρόνια άνεργος, κατέληξα έτσι όπως με βλέπεις, στο δρόμο με το καρότσι”, λέει ο 55χρονος Γ. Ι., που ζει με τη γυναίκα του και τα τρία του παιδιά σε παλιά μονοκατοικία στο Μεταξουργείο. “Η γυναίκα μου δουλεύει συμβασιούχος στην κουζίνα μεγάλου νοσοκομείου με μισθό 400 ευρώ. Έχουμε δύο γιους 30 και 23 ετών και μία κόρη 31 ετών. Δεν είχαμε χρήματα να τα σπουδάσουμε. Κατέληξαν στο μεροκάματο, αλλά τώρα είναι άνεργα. Πληρώνουμε 200 ευρώ ενοίκιο. Εάν δεν ήμουν οικοδόμος, το σπίτι θα είχε πέσει. Το συντηρώ και σε αντάλλαγμα η ιδιοκτήτρια μάς επιτρέπει να χρωστάμε μερικά ενοίκια. Ας είναι καλά η γυναίκα”, λέει ο ίδιος.
Ο ίδιος γυρίζει όλη μέρα στους δρόμους για να μαζέψει από τα σκουπίδια παλιοσίδερα ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να του φανεί χρήσιμο, όμως η “δουλειά” του γίνεται όλο και πιο δύσκολη. “Ο κόσμος δεν πετάει τίποτα πια. Τα κρατάει όλα μήπως και χρειαστούνε πουθενά, οπότε ποιος να πρωτομαζέψει κανένα παλιοσίδερο”, εξηγεί.
Και φυσικά, ο 55χρονος ρακοσυλλέκτης είναι ανασφάλιστος. “Δεν έχω χρήματα ούτε για ακτινογραφία. Αν αρρωστήσω δεν πρόκειται να πάω στο νοσοκομείο. Καλύτερα να πεθάνω, να ησυχάσω”, λέει.
Σε ένα οδοιπορικό στους δρόμους της εξαθλίωσης, το Έθνος της Κυριακής καταγράφει κάποιες από τις πιο σκοτεινές και συγκλονιστικές στιγμές της ανθρωπιστικής κρίσης που πλήττει τη χώρα μας. Το οδοιπορικό της εφημερίδας περιστρέφεται γύρω από το δύσοσμο περιβάλλον των καταναλωτικών υπολειμμάτων που συνωστίζονται στους μεταλλικούς κάδους των σκουπιδιών, αλλά και τις λαϊκές αγορές την ώρα που “κατεβάζουν ρολά” και οι “άθλιοι” της Αθήνας σπεύδουν να συγκεντρώσουν τα “ρετάλια” που πέφτουν από τους πάγκους.
Όπως μάλιστα αναφέρει μία μητέρα με δύο άνεργες κόρες, η οποία γεμίζει τη σακούλα της με τα απομεινάρια της λαϊκής, δεν πρόκειται για μία κατάσταση που αφορά λίγους. “Οι πεινασμένοι είμαστε πια παντού. Όσο νωρίτερα το καταλάβουμε, τόσο το καλύτερο”, δηλώνει, και θυμάται μία παροιμία την οποία της έλεγε η μητέρα της και ταιριάζει όσο ποτέ στις μέρες μας: “Ο χορτάτος τον πεινασμένο δεν τον πιστεύει”.
“Μέχρι το 2006 δούλευα σταθερά στις οικοδομές. Τόσα χρόνια άνεργος, κατέληξα έτσι όπως με βλέπεις, στο δρόμο με το καρότσι”, λέει ο 55χρονος Γ. Ι., που ζει με τη γυναίκα του και τα τρία του παιδιά σε παλιά μονοκατοικία στο Μεταξουργείο. “Η γυναίκα μου δουλεύει συμβασιούχος στην κουζίνα μεγάλου νοσοκομείου με μισθό 400 ευρώ. Έχουμε δύο γιους 30 και 23 ετών και μία κόρη 31 ετών. Δεν είχαμε χρήματα να τα σπουδάσουμε. Κατέληξαν στο μεροκάματο, αλλά τώρα είναι άνεργα. Πληρώνουμε 200 ευρώ ενοίκιο. Εάν δεν ήμουν οικοδόμος, το σπίτι θα είχε πέσει. Το συντηρώ και σε αντάλλαγμα η ιδιοκτήτρια μάς επιτρέπει να χρωστάμε μερικά ενοίκια. Ας είναι καλά η γυναίκα”, λέει ο ίδιος.
Ο ίδιος γυρίζει όλη μέρα στους δρόμους για να μαζέψει από τα σκουπίδια παλιοσίδερα ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να του φανεί χρήσιμο, όμως η “δουλειά” του γίνεται όλο και πιο δύσκολη. “Ο κόσμος δεν πετάει τίποτα πια. Τα κρατάει όλα μήπως και χρειαστούνε πουθενά, οπότε ποιος να πρωτομαζέψει κανένα παλιοσίδερο”, εξηγεί.
Και φυσικά, ο 55χρονος ρακοσυλλέκτης είναι ανασφάλιστος. “Δεν έχω χρήματα ούτε για ακτινογραφία. Αν αρρωστήσω δεν πρόκειται να πάω στο νοσοκομείο. Καλύτερα να πεθάνω, να ησυχάσω”, λέει.
loading...